Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ

Αγαπητοί γονείς,

  Έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από τη λειτουργία του σχολείου μας, το οποίο κατά τη φετινή χρονιά ξεκίνησε με λιγότερα λειτουργικά προβλήματα και με περισσότερες δραστηριότητες ενδοσχολικές και μη προς όφελος των μαθητών μας.

  Το προσωπικό του σχολείου μας είναι άρτια καταρτισμένο και με πολύ ζήλο και υπευθυνότητα μεριμνά καθημερινά ώστε η σχολική μας ζωή να έχει ποιότητα, ασφάλεια και ψυχαγωγία πέρα από τη μόρφωση και τα παιδαγωγικά προγράμματα.

  Όμως από την περσινή σχολική χρονιά δεν έχουμε σύλλογο γονέων και κηδεμόνων γεγονός που δυσκολεύει το έργο μας. Για το λόγο αυτό έχω δώσει τα ονόματα σας και τα τηλέφωνα σε έναν εθελοντή γονέα τον κ. ΜΑΝΔΑ ο οποίος είναι πατέρας μαθητή μας στην Ά τάξη και θα επικοινωνήσει μαζί σας να συγκεντρωθούμε κάποια μέρα εκτός σχολικού προγράμματος ώστε να συσταθεί ο σύλλογος αυτός.

  Για το σύλλογο αυτό δεν χρειάζεται πολύς χρόνος, μία ώρα φτάνει. Ωστόσο η παρουσία σας είναι απαραίτητη.

  Τέλος, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μου για όποιο πρόβλημα, προβληματισμό ή απορία έχετε.

Με εκτίμηση
Η διευθύντρια του σχολείου
ΔΟΥΡΟΥΚΑ ΣΟΦΙΑ




Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Η μητέρα μου


«...Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη.
Πηγαινοερχόταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, και όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να ‘ναι νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά...

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους. Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού...»


                                                                                                    
                                       Νίκος Καζαντζάκης,  «Αναφορά στον Γκρέκο»  (απόσπασμα)